οπωροσάκχαρο

οπωροσάκχαρο
το
η φρουκτόζη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὀπώρα + σάκχαρο(ν). Η λ., στον λόγιο τ. ὀπωροσάκχαρον, μαρτυρείται από το 1887 στον Ιω. Τρικαλιανό].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • οπώρα — η (ΑΜ ὀπώρα, Α και ὁπώρα, ιων. τ. ὀπώρη, λακων. τ. ὀπάρα) εδώδιμος καρπός ξυλώδους ή ποώδους φυτού, φρούτο μσν. αρχ. η εποχή τού έτους από την επιτολή τού Σειρίου μέχρι την επιτολή τού Αρκτούρου, το δεύτερο μέρος τού καλοκαιριού, δηλ. το διάστημα …   Dictionary of Greek

  • φρουκτόζη — η, Ν (βιοχ.) οργανική ένωση, μέλος τής ομάδας τών υδατανθράκων που είναι γνωστοί ως απλά σάκχαρα ή μονοσακχαρίτες, θεωρούμενη ως ο γλυκύτερος από όλους, η οποία απαντά στη φύση σε ελεύθερη κατάσταση ή, συνηθέστερα, συνοδεύοντας τη γλυκόζη στα… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”